ἡ,= σμηματοδοκίς, Id.
A s.v. ῥύμμα.
ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής.[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, -ήματος + θήκη.