ἀπειλητικός
English (LSJ)
ή, όν,
A = ἀπειλητήριος, ῥήσεις Pl.Phdr.268c; νόμιμα Id.Lg.823c; ὄμματα X.Mem.3.10.8. Adv. -κῶς Phryn.PSp.61 B.
ή, όν,
A = ἀπειλητήριος, ῥήσεις Pl.Phdr.268c; νόμιμα Id.Lg.823c; ὄμματα X.Mem.3.10.8. Adv. -κῶς Phryn.PSp.61 B.