τό, Dim. of σόφισμα, Arr.Epict.2.18.17, Luc.Par.43.
[Seite 914] τό, dim. von σόφισμα, Luc. Parasit. 43.
σοφισμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σόφισμα, Λουκ. Παράσ. 43.
ου (τό) :dim. de σόφισμα.
τὸ, Α σόφισμα, -ίσματος](με υποτιμητική σημ.) υποκορ. τ. του σόφισμα.