σπευστικός

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ή, όν,

   A hasty, Arist.EN1125a14. Adv. -κῶς EM738.27.

German (Pape)

[Seite 921] eilig, hastig, eifrig; οὐ γὰρ σπευστικὸς ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων, Arist. eth. 4, 3. – Adv., E. M.

Greek (Liddell-Scott)

σπευστικός: -ή, -όν, σπεύδων, «βιαστικός», Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 34. -Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτυμολ. Μέγ. 738. 27.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σπευστός
αυτός που σπεύδει, βιαστικός.
επίρρ...
σπευστικῶς
βιαστικά.