σταυροθόλιο

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
είδος θολωτής οροφής που σχηματίζεται με τη διασταύρωση δύο κυλινδρικών θόλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + θόλος + επίθημα -ιον. Η λ., στον λόγιο τ. σταυροθόλιον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].