στάφος

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

σκάφος, λεκάνη, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

στάφος: «σκάφος. λεκάνη» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκάφος, λεκάνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί σκάφος.