στάχι

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

τό, a sort of

   A vermilion, Theodos.Can.p.343H.

Greek (Liddell-Scott)

στάχι: -ιος, τό, εἶδος μίλτου, Χοιροβ. 1. 373.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
espèce de vermillon.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

(I)
το
(παλ. τ.) βλ. στάχυ.———————— (II)
τὸ, Α
είδος μίλτου.