στάχυ

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek Monolingual

και παλ. τ. στάχι, το, Ν
1. το στέλεχος, το καλάμι τών δημητριακών
2. το επάκριο τμήμα του βλαστού τών αγρωστωδών και ιδίως του σιταριού που φέρει τα σπέρματα του φυτού, τους σπόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχ-ιον, υποκορ. του στάχυς].