στάχυ

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source

Greek Monolingual

και παλ. τ. στάχι, το, Ν
1. το στέλεχος, το καλάμι τών δημητριακών
2. το επάκριο τμήμα του βλαστού τών αγρωστωδών και ιδίως του σιταριού που φέρει τα σπέρματα του φυτού, τους σπόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχ-ιον, υποκορ. του στάχυς].