στενόβρογχος

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ον,

   A narrow-throated, κεράμιον Arr.Epict.3.9.22.

German (Pape)

[Seite 935] mit engem Schlunde; ἀγγεῖα, Gefäße mit engem Halse, Arr. Epict. 3, 9.

Greek (Liddell-Scott)

στενόβρογχος: -ον, ὁ ἔχων στενὸν βρόγχον, στενόλαιμος, ἐπὶ ἀγγείων, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 9, 22.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για αγγείο) αυτός που έχει στενό λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + βρόγχος].