στερεοπαγής

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ές,

   A hard, of missiles from slings, Tim.Pers. 26.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για βλήμα σφενδόνας) σκληρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -παγής (< θ. πăγ- του πήγνυμι), πρβλ. σκληρο-παγής].