στηθοσκόπιο
Greek Monolingual
το, Ν
ιατρ. ιατρικό όργανο που χρησιμοποιείται για την ακρόαση ήχων που παράγονται στο εσωτερικό του σώματος, κυρίως στην καρδιά ή στους πνεύμονες («στερεοσκοπικό στηθοσκόπιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stethoscope (< στήθος + -σκόπιο < -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι). Η λ., στον λόγιο τ. στηθοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1849 στον Ν. Κωστή].