[στῐ], τό, Lat.
A stibium,= στίμμι (q.v.).
[Seite 943] τό, stibium, = στίμμι, VLL.
στίβι: τό, Λατ. stibium, = στίμμι, ὃ ἴδε.
(τό) :c. στίμμι.
-εως, τὸ, Αβλ. στίμμι.