το, Νιατρ. όργανο με λαβή και μικρό καθρέπτη για την εξέταση του στόματος και τών δοντιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, -ατος + -σκόπιο. Η λ., στον λόγιο τ. στοματοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].