στιχοποιός
German (Pape)
[Seite 944] Verse machend, verächtlicher Ausdruck für Dichter, Verseschmied (?).
Greek (Liddell-Scott)
στῐχοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν στίχους, στιχογράφος, Ἐκκλ.· στιχοποιέω, Γλωσσ.· καὶ στῐχοποιία, ἡ, τὸ ποιεῖν στίχους, στιχογραφία, Πλούτ. 2. 45Β.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
1. στιχουργός
2. (με ειρωνική σημ.) στιχοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -ποιός].