στιχουργός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, versifier, Thom. Mag.p.189 R. (who censures the word).
German (Pape)
[Seite 945] Verse machend (?).
Greek (Liddell-Scott)
στῐχουργός: ὁ, στιχογράφος, Θωμ. Μάγιστρ. ἐν λ. ἰάμβων ἐργάτης.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
αυτός που συνθέτει στίχους, που γράφει ποιητικά έργα
νεοελλ.
(με ειρωνική σημ.) μέτριος ποιητής, στιχογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -ουργός (< ἔργον)].