στραγγιστήρι
Greek Monolingual
το, Ν
σκεύος κατάλληλο για στράγγισμα, σουρωτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγίζω + επίθημα -τήρι (πρβλ. σκαλισ-τήρι)].
το, Ν
σκεύος κατάλληλο για στράγγισμα, σουρωτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγίζω + επίθημα -τήρι (πρβλ. σκαλισ-τήρι)].