σκεύος

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

-ους, το / σκεῦος -εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῦα Α
κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες του ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῦός τι κατὰ τὴν οἰκίαν πλανωμένη», Αριστοφ.)
2. φρ. α) «επιτραπέζια σκεύη» — όλα τα απαραίτητα για την παράθεση γεύματος σκεύη
β) «ιερά σκεύη»
εκκλ. τα καθιερωμένα από τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους ειδικά αντικείμενα για την τέλεση τών μυστηρίων και ιδιαίτερα της Θείας Λειτουργίας, όπως είναι λ.χ. το ποτήριο, ο δίσκος, το αρτοφόριο, ο αστερίσκος, η λαβίδα, η λόγχη, το ζέον
γ) «σκεύος εκλογής»
μτφ. ο απόστολος Παύλος, τον οποίο ο Ιησούς επέλεξε για τη διάδοση της πίστης
νεοελλ.
φρ. α) «μαγειρικά σκεύη» — οτιδήποτε χρησιμεύει στη μαγειρική, όπως είναι λ.χ. οι χύτρες, τα πιάτα, τα κουταλομαχαιροπίρουνα
β) «σκεύος ηδονής» — η γυναίκα όταν αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως μέσο που προσφέρει σεξουαλική ηδονή στους άνδρες
αρχ.
1. κάθε άψυχο αντικείμενο, σε αντιδιαστολή με το ζώο ή το σώμα
2. το σώμα, επειδή περιέχει την ψυχή
3. το αιδοίο
4. η σαρκοφάγος
5. ο εξαρτισμός, η αρματωσιά του πλοίου («σκεύη τριηρικά» — η εξαρτία τριήρους, Δημοσθ.)
6. (κυρίως στον πληθ. με περιληπτική σημ.) τὰ σκεύη
α) η οικοσκευή σε αντιδιαστολή προς τα ζώα και την ακίνητη περιουσία («καὶ τὰ σκεύη πάλιν εἰς τὸν ἀγρὸν νυνὶ χρὴ πάντα κομίζειν», Αριστοφ.)
β) τα απαραίτητα είδη ενός φαρμακείου
γ) τα απαραίτητα στρατιωτικά είδη και αντικείμενα («τὰ περὶ τὸ σῶμα σκεύη», Θουκ.)
δ) (γενικά) οι αποσκευές και ειδικότερα οι στρατιωτικές αποσκευές (α. «τί δῆτ' ἐδει με ταῦτα τὰ σκεύη φέρειν», Αριστοφ.
β. «ὄνοι αὐτοῖς σκεύεσι» — όνοι μαζί με τα φορτία τους, Ξεν.)
ε) (κατά τον Πρωταγ.) τα ουδέτερα ονόματα, επειδή οι ονομασίες τών οργάνων είναι γένους ουδετέρου («ἄρρενα καὶ θήλεα καὶ σκεύη», Αριστοτ.)
6. φρ. α) «γεωργικά σκεύη» — τα γεωργικά εργαλεία
β) «σκεῦος ὑπηρετικόν» — άτομο που χρησιμεύει ως απλό εργαλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με λιθουαν. šau-ju «πυροβολώ, χτυπώ, σπρώχνω», αρχ. άνω γερμ. sciozan «πυροβολώ», όπως και η αναγωγή στην ΙΕ ρίζα (s)keu- «ετοιμάζω, εκτελώ», παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].