στρεβλόπους

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος,

   A crook-footed, Tz.H.10.623; = scaurus, Gloss.

German (Pape)

[Seite 952] gen. ποδος, mit verdrehten, krummen Füßen, Philoxen. gloss.

Greek (Liddell-Scott)

στρεβλόπους: ουν, ὁ ἔχων στρεβλοὺς (στραβούς), διεστραμμένους πόδας, Τζέτζ. Ἱστ. 10. 623.

Greek Monolingual

-ουν, Μ
αυτός που έχει στρεβλά πόδια, στραβοπόδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + πούς, ποδός].