στραβοπόδης

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰβοπόδης Medium diacritics: στραβοπόδης Low diacritics: στραβοπόδης Capitals: ΣΤΡΑΒΟΠΟΔΗΣ
Transliteration A: strabopódēs Transliteration B: strabopodēs Transliteration C: stravopodis Beta Code: strabopo/dhs

English (LSJ)

στραβοπόδου, ὁ, with twisted feet, Hdn.Epim.5,212.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰβοπόδης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων τοὺς πόδας συνεστραμμένους, στραβούς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 5 καὶ 212.

Greek Monolingual

-α, -ικο / στραβοπόδης, ό, ΝΑ
αυτός που έχει στρεβλά πόδια, ραιβόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ- του στρεβ-λός + -πόδης (< πούς, ποδός)].