στρογγυλόλοβος

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ον,

   A with round pods, ib.8.5.2.

German (Pape)

[Seite 955] mit runder Schote (?).

Greek Monolingual

-ον, Α
(για καρπό) αυτός που έχει στρογγυλό λουβίδι, στρογγυλό φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + λοβός «λουβίδι, φλοιός» (πρβλ. μακρό-λοβος)].