στροφάδην: Ἐπίρρ., περιστροφικῶς, Νικήτ. Χων. σ. 256. 22 ἔκδ. Β.
Μεπίρρ. με περιστροφές, με αλλεπάλληλες στροφές ή με επιστροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < στροφή + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροχ-άδην)].