συγκίρνημι

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

= συγκεράννυμι, Ath.2.38f:—Pass., Ti.Locr.96a, Iamb.</author

Greek (Liddell-Scott)

συγκίρνημι: συγκεράννυμι, Ἀθήν. 38F˙ ὡσαύτως συγκιρνάω Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Λυκόφρ. ― Μέσ., Ἀθήν. 476A, Διογ. Λ. 7. 158. ― Παθητ. Τίμ. Λοκρ. 96A, Σχόλ. εἰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 159.

Greek Monolingual

Α
βλ. συγκεραννύω.