συγκρατητικός

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
ικανός ή κατάλληλος να συγκρατεί κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκράτηση. Η λ. στον πληθ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].