σύγχωρος

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

ον,=

   A confinis, Gloss.

German (Pape)

[Seite 972] angränzend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύγχωρος: -ον, (χώρα) ὁ τῆς αὐτῆς χώρας, αἱ πόλεις αἱ σ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2561. 44.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που ανήκει στην ίδια χώρα («αἱ πόλεις αἱ σύγχωροι», επιγρ.)
2. όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. περί-χωρος].