σύγχωρος

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγχωρος Medium diacritics: σύγχωρος Low diacritics: σύγχωρος Capitals: ΣΥΓΧΩΡΟΣ
Transliteration A: sýnchōros Transliteration B: synchōros Transliteration C: sygchoros Beta Code: su/gxwros

English (LSJ)

σύγχωρον,= confinis, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 972] angränzend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύγχωρος: -ον, (χώρα) ὁ τῆς αὐτῆς χώρας, αἱ πόλεις αἱ σ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2561. 44.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που ανήκει στην ίδια χώρα («αἱ πόλεις αἱ σύγχωροι», επιγρ.)
2. όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. περί-χωρος].