συμβελής

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

ές, (βέλος)

   A hit by several arrows at once, Plb.1.40.13.

German (Pape)

[Seite 978] ές, von mehrern Pfeilen zugleich getroffen, Pol. 1, 40, 13.

Greek (Liddell-Scott)

συμβελής: -ές, (βέλος) ὁ ὑπὸ πολλῶν ὁμοῦ βελῶν πεπληγμένος, συμβελῆ γιγνόμενα τὰ θηρία διεταράχθη Πολύβ. 1. 40, 13· ἀλλαχοῦ καταβελής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
accablé ou criblé de traits.
Étymologie: σύν, βέλος.

Greek Monolingual

-ές, Α
χτυπημένος από πολλά βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -βελής (< βέλος), πρβλ. εμ-βελής, κατα-βελής].