καταβελής
From LSJ
English (LSJ)
καταβελές, stricken by many arrows, D.H.2.42,5.24.
German (Pape)
[Seite 1339] ές, voll von Pfeilen, d. i. verwundet, D. Hal. 2, 42. 5, 24.
Greek (Liddell-Scott)
καταβελής: -ές, πληγεὶς διὰ πολλῶν βελῶν, ἔξαιμος ὢν ἢδη καὶ καταβελὴς ὁ Κούρτιος Διον. Ἁλ. 2. 42., 5. 24· καταβελής τε γεγονὼς Κ. Μανασσ. Χρ. σ. 94Β. - Κατὰ Σουΐδ. «καταβελεῖς, πολλῶν βελῶν βολὰς δεξάμενοι».
Greek Monolingual
καταβελής, -ές (AM)
αυτός που έχει πληγεί με πολλά βέλη, καταπληγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βελής (< βέλος), πρβλ. εμβελής, συμβελής].