συμπαραβάλλω

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

German (Pape)

[Seite 984] (s. βάλλω), mit od. zusammen vergleichen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραβάλλω: παραβάλλω πρός τι ἢ ὁμοῦ, Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, 318Α, κλπ.

Greek Monolingual

ΝΑ παραβάλλω
συγκρίνω, αντιπαραβάλλω.