αντιπαραβάλλω
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
Greek Monolingual
(AM ἀντιπαραβάλλω)
βάζω κάτι δίπλα σε κάτι άλλο για να τα συγκρίνω, παραλληλίζω
αρχ.
συνεισφέρω, δίνω κάτι αντί για κάτι άλλο.