συμπρεσβευτής

Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A fellow-ambassador, Lys.27.1, Aeschin.1.168, IG22.786.11, OGI339.11 (Sestos, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 990] ὁ, Mitgesandter; Aesch. 1, 168; im plur., Lys. 27, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συμπρεσβευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συμπρεσβεύων, ὁ ἀποσταλεὶς ὡς πρεσβευτὴς μετ’ ἄλλου πρεσβευτοῦ, Λυσί. 177. 41, Αἰσχίν. 24. 12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
collègue pour une ambassade.
Étymologie: συμπρεσβεύω.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ συμπρεσβεύω
πρεσβευτής μαζί με άλλους.