ή, όν,
A collected, ὕδωρ Porph.Abst.1.42.
συνακτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., συνηγμένος, ὕδωρ ὀλίγον συνακτόν, ἐάν τι δέξηται ῥυπαρόν, εὐθέως μιαίνεται Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42.
-ή, -όν, Α συνάγωαυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη.