συνάρμοση

Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / συνάρμοσις, -όσεως, ΝΜΑ συναρμόζω
η ενέργεια του συναρμόζω, επακριβής και αρμονική σύνδεση επιμέρους τμημάτων σε ένα ενιαίο σύνολο, συναρμολόγηση
νεοελλ.
τεχνολ. η συναρμογή
αρχ.
μτφ. μουσ. εναρμόνιση.