συναποκρύπτω

Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A join in concealing, Ael.NA7.25; conceal together, LXXEp.Je.48, Lib.Descr.13.4, etc.

Greek (Liddell-Scott)

συναποκρύπτω: ἀποκρύπτω ὁμοῦ, τὸ δὲ στέρνον Ἀνταίῳ συναποκρύπτεται Λιβάν. τ. 4, σ. 1082, 20, κλπ.

Greek Monolingual

Α
1. (το μέσ.) συναποκρύβομαι
κρύβομαι μαζί με άλλον («ποῡ συναποκρυβῶσι μετ' αὐτῶν», ΠΔ)
2. βοηθώ σε απόκρυψη.