συνδιδάσκω

Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A produce together with, of a drama, Sch.Ar.Th.1021, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.31.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. διδάσκω), mit, zugleich lehren (?).

Greek (Liddell-Scott)

συνδῐδάσκω: διδάσκω ὁμοῦ, ἐν τῷ παθητ., «συνδεδίδακται γὰρ τῇ Ἑλένῃ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1021.

Greek Monolingual

Α διδάσκω
(για τραγικό ποιητή) παρουσιάζω δραματικό έργο ταυτόχρονα με άλλον.