συνεκλέπω
English (LSJ)
A help to hatch out, Porph.Abst. 3.10.
Greek Monolingual
Α
ξεφλουδίζω κάτι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλέπω «ξεφλουδίζω»].
A help to hatch out, Porph.Abst. 3.10.
Α
ξεφλουδίζω κάτι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλέπω «ξεφλουδίζω»].