στύλωψ
Greek Monolingual
ο, Ν
(λόγιος τ.) ζωολ. ένα από τα γνωστότερα γένη της τάξης εντόμων στρεψίπτερα.
Greek Monolingual
ο, Ν
(λόγιος τ.) ζωολ. ένα από τα γνωστότερα γένη της τάξης εντόμων στρεψίπτερα.
ο, Ν
(λόγιος τ.) ζωολ. ένα από τα γνωστότερα γένη της τάξης εντόμων στρεψίπτερα.
ο, Ν
(λόγιος τ.) ζωολ. ένα από τα γνωστότερα γένη της τάξης εντόμων στρεψίπτερα.