στύφος

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

κέρδος, Hsch.

Greek Monolingual

(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «κέρδος».———————— (II)
-η, -ον, ΜΑ
1. στυφός
2. μτφ. σοβαρός, αυστηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του στυφός με αλλαγή τόνου].

Greek Monolingual

(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «κέρδος».———————— (II)
-η, -ον, ΜΑ
1. στυφός
2. μτφ. σοβαρός, αυστηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του στυφός με αλλαγή τόνου].