συκία

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

ἡ, Heraclean Dor. for συκῆ, Tab.Heracl.1.172; also Aeol., IG12(2).74.7 (Mytil.): but Dor. συκέα in an Inscr. of Halaesa, ib.14.352 i 66 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 973] ἡ, dor. statt συκέα, Tabul. Heracl.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκία: Δωρ. συκέη, Ἡρακλεωτ. Πίν. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 172· ἀλλὰ συκέα ἔν τινι ἐπιγραφῇ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ηρακλεωτ. και δωρ. και αιολ.τ.) βλ. συκιά.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ηρακλεωτ. και δωρ. και αιολ.τ.) βλ. συκιά.