συκιά

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source

Greek Monolingual

η / συκῆ, ΝΜΑ, και σουκιά Ν, και ασυναίρ. τ. συκέα, και ιων. και επικ. ασυναίρ. τ. συκέη, και ηρακλεωτ. και αιολ. τ. συκία, Α
είδος φυτού που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί κοινή ονομασία του δέντρου Ficus carica και ανήκει στο γένος φίκος
νεοελλ.
1. μτφ. (για πρόσ.) ομοφυλόφιλος
2. φρ. «συγγενείς απ' της συκιάς το γάλα»
(με ειρωνική σημ.) λέγεται για ανύπαρκτη συγγένεια με κάποιον
μσν.-αρχ.
οίδημα στην περιοχή του σώματος
αρχ.
1. η συκομουριά
2. (κατά τον θεόφρ.) το φυτό χαμαισύκη. κν. σήμερα γνωστό ως φλόμος ή γαλατσίδα
3. (κατά τον Πλίν.) είδος του φυτού ευφόρβιον, κν. σήμερα επίσης φλόμος ή γαλατσίδα
4. η ρητίνη τών πεύκων, ρετσίνι
5. ο καρπός της συκιάς, το σύκο
6. είδος αειθαλούς ψηλού δέντρου
7. είδος φύκους
8. έκφυμα στην οπλή του αλόγου
9. φρ. α) «ἱερᾱ συκῆ» — προάστιο της Ελευσίνας όπου η θεά Δήμητρα παρήγαγε για πρώτη φορά τη συκιά (Παυσ.)
β) «συκῆ Αἰγυπτία» — το δέντρο κερωνία, η χαρουπιά (θεόφρ.)
γ) «συκῆ περὶ τὴν Ἴδην» — το φυτό αρωνία (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + κατάλ. -έα (πρβλ. μηλέα). Ο νεοελλ. τ. συκιά με συνίζηση (πρβλ. μηλιά)].

Translations

Akkadian: 𒈠; Amharic: በለስ; Arabic: تِين‎, بَلَس‎; Egyptian Arabic: شجرة تين‎; Moroccan Arabic: كرم‎, كرمة‎; Armenian: թզենի; Aromanian: hic; Assyrian Neo-Aramaic: ܐܝܼܠܵܢܵܐ ܕܬܹܐܢܵܐ‎; Asturian: figal; Azerbaijani: əncir ağacı, incir ağacı; Basque: pikuondo; Bulgarian: смокиня; Catalan: figuera; Chichewa: mkuyu; Chinese Cantonese: 無花果, 无花果; Hakka: 無花果, 无花果; Mandarin: 無花果, 无花果; Min Dong: 無花果, 无花果; Min Nan: 無花果, 无花果; Classical Nahuatl: īcoxcuahuitl; Czech: fík, fíkovník; Dalmatian: fichiera; Danish: figentræ; Dutch: vijgenboom; Esperanto: figarbo, figujo; Estonian: viigipuu; Faroese: fikutræ; Finnish: viikuna, viikunapuu; French: figuier; Friulian: figâr; Galician: figueira; Ge'ez: በለስ; Georgian: ლეღვის ხე; German: Feigenbaum; Gothic: 𐍃𐌼𐌰𐌺𐌺𐌰𐌱𐌰𐌲𐌼𐍃; Greek: συκιά; Ancient Greek: συκῆ, συκέη, συκέα; Hausa: ɓaure; Hebrew: תְּאֵנָה‎; Hindi: अंजीर; Ido: figiero; Italian: fico; Japanese: 無花果, 映日果; Kannada: ಅಂಜೂರ; Khmer: ដើមល្វា; Korean: 무화과(無花果), 무화과나무; Kurdish Central Kurdish: دار ھەنجیر‎; Northern Kurdish: hejîr, darhejîr; Ladino: igera; Lao: ໝາກເດື່ອ; Latin: ficus; Lithuanian: fikusas; Lombard: figh, fich; Malayalam: അത്തി; Maltese: tina; Norman: fidgi; Norwegian: fikentre; Occitan: figuièra; Old English: fīc, fīctrēow, fīcbēam; Persian: انجیر‎; Polish: figowiec; Portuguese: figueira; Quechua: igu, rinaku; Romanian: smochin; Russian: инжирное дерево, смоковница, фиговое дерево; Sanskrit: उडुम्बर, अञ्जीर; Sardinian: ficu, figu; Serbo-Croatian Cyrillic: смо̏ква; Roman: smȍkva; Sicilian: ficara; Slovak: figovník; Spanish: higuera; Swahili: mtini; Swedish: fikon, fikonträd, fikus; Sylheti: ꠒꠦꠃꠋꠞꠣ; Tagalog: sisiyo, labni, igera; Tamil: அத்தி; Tashelhit: ⵜⴰⵣⴰⵔⵜ; Telugu: అత్తిచెట్టు; Thai: มะเดื่อ; Tigre: በለስ; Tigrinya: በለስ; Tok Pisin: fik; Turkish: incir; Ukrainian: фі́кус; Venetian: figaro, figher, figar; Vietnamese: sung; Volapük: figabim, figep; Walloon: fikî; Welsh: ffigysbren; Zazaki: ıncılor