συγκαταθέτω

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

Ν
καταθέτω μαζί ή ταυτοχρόνως με κάποιον.

Greek Monolingual

Ν
καταθέτω μαζί ή ταυτοχρόνως με κάποιον.