καταθέτω
From LSJ
Greek Monolingual
(Μ καταθέτω)
1. τοποθετώ κάτω, αποθέτω
2. παραδίδω χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό
3. (ως δικανικός όρος) παρέχω, δίνω μαρτυρία για πρόσωπα ή για γεγονότα ενώπιον δικαστικής ή ανακριτικής αρχής
μσν.
1. ρίχνω κάποιον κάτω νεκρό
2. ενταφιάζω
3. διατυπώνω, εκφράζω κάτι σωστά.