συλλήπτρια

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

ἡ, fem. of sq., Ar.Fr.864 (cf. συλλῄστρια), X.Mem. 2.1.32, Iamb.Comm.Math.7.

German (Pape)

[Seite 976] ἡ, = συλλήπτειρα, Xen. Mem. 2, 1, 32.

Greek (Liddell-Scott)

συλλήπτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fém. c. συλλήπτωρ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. συλλήπτωρ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. συλλήπτωρ.