συμμεταφέρω

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A transfer at the same time, Placit.4.14.1; σ. τὴν ἀτοπίαν τῷ λόγῳ carry over together with, Plu.2.1071b:—Pass., to be borne away together, Id.Ant. 66.

German (Pape)

[Seite 981] (s. φέρω), mit od. zugleich wegtragen, wegsetzen; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 29; pass., Ant. 66.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταφέρω: μεταφέρω συγχρόνως, Πλούτ. 2. 901C· σ. τὴν ἀτοπίαν τῷ λόγῳ, μεταφέρω ὁμοῦ μετά τινος, αὐτόθι 1071Β. ― Παθ., μεταφέρομαι ὁμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 66.

French (Bailly abrégé)

f. συμμετοίσω, etc.
transporter ou déplacer en même temps ; Pass. être transporté avec.
Étymologie: σύν, μεταφέρω.

Greek Monolingual

Α μεταφέρω
μεταφέρω μαζί ή συγχρόνως.

Greek Monolingual

Α μεταφέρω
μεταφέρω μαζί ή συγχρόνως.