συμμεταφέρω
English (LSJ)
A transfer at the same time, Placit.4.14.1; σ. τὴν ἀτοπίαν τῷ λόγῳ carry over together with, Plu.2.1071b:—Pass., to be borne away together, Id.Ant. 66.
German (Pape)
[Seite 981] (s. φέρω), mit od. zugleich wegtragen, wegsetzen; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 29; pass., Ant. 66.
Greek (Liddell-Scott)
συμμεταφέρω: μεταφέρω συγχρόνως, Πλούτ. 2. 901C· σ. τὴν ἀτοπίαν τῷ λόγῳ, μεταφέρω ὁμοῦ μετά τινος, αὐτόθι 1071Β. ― Παθ., μεταφέρομαι ὁμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 66.
French (Bailly abrégé)
f. συμμετοίσω, etc.
transporter ou déplacer en même temps ; Pass. être transporté avec.
Étymologie: σύν, μεταφέρω.
Greek Monolingual
Α μεταφέρω
μεταφέρω μαζί ή συγχρόνως.