συμπαρανήχομαι

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

German (Pape)

[Seite 984] dep. med., mit od. zugleich nebenher schwimmen, Luc. Tox. 20.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρανήχομαι: νήχομαι πλησίον ὁμοῦ, Λουκ. Τόξ. 20.

French (Bailly abrégé)

nager ensemble près du rivage.
Étymologie: σύν, παρανήχομαι.

Greek Monolingual

Α
συμπαρανέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανήχομαι «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].

Greek Monolingual

Α
συμπαρανέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανήχομαι «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].