σύμπασμα

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A powder for sprinkling, Sor.2.15,28, Cael.Aur. TP3.5.

German (Pape)

[Seite 985] τό, das Bestreu'te, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπασμα: τό, κόνις πρὸς ἐπίπασιν, Cael. Aur. Chron. 3. 5. 7.

Greek Monolingual

τὸ, Α συμπάσσω
σκόνη για επίπαση, για πασπάλισμα.

Greek Monolingual

τὸ, Α συμπάσσω
σκόνη για επίπαση, για πασπάλισμα.