σύμπραξις

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A assistance, J.AJ9.7.2; τῶν βουλευμάτων taking joint counsel, ib.18.1.1; σ. κοινή Plu.2.478d.

German (Pape)

[Seite 989] ἡ, das Mitthun, κοινή, gemeinschaftliche Hülfe, Plut. de frat. am. 2, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπραξις: -εως, ἡ, βοήθεια, Πλούτ. 2. 478D.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
aide, assistance.
Étymologie: συμπράσσω.

Greek Monolingual

-άξεως, ἡ, ΜΑ
βλ. σύμπραξη.

Greek Monolingual

-άξεως, ἡ, ΜΑ
βλ. σύμπραξη.