συμφωνητικό

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

το, Ν συμφωνώ
έγγραφο με το οποίο συνομολογείται μια συμφωνία, ιδιωτικό συμβόλαιο.

Greek Monolingual

το, Ν συμφωνώ
έγγραφο με το οποίο συνομολογείται μια συμφωνία, ιδιωτικό συμβόλαιο.