συμπεριπλέκομαι
Greek Monolingual
Α περιπλέκομαι
1. περιπλέκομαι μαζί με άλλους
2. (ειδικά) συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον («ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ γόης», Επιφάν.).
Greek Monolingual
Α περιπλέκομαι
1. περιπλέκομαι μαζί με άλλους
2. (ειδικά) συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον («ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ γόης», Επιφάν.).