συμφιλιώνω

Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

συμφιλιῶ, -όω, ΝΜ
επανασυνδέω φιλία που είχε διακοπεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φιλιῶ /-ώνω «κάνω κάποιον φίλο, συνάπτω φιλία» (< φιλία)].

Greek Monolingual

συμφιλιῶ, -όω, ΝΜ
επανασυνδέω φιλία που είχε διακοπεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φιλιῶ /-ώνω «κάνω κάποιον φίλο, συνάπτω φιλία» (< φιλία)].