συνάπτω
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
A join together,
I in physical sense, χειρὶ χεῖρα, of dancers, Ar.Th.955 (lyr.); ξυνάπτω καὶ ξυνωρίζου χέρα, in sign of friendship. E.Ba.198, cf. IA832, Pl.Lg.698d; ἰδού, ξύναψον (sc. τὴν χεῖρα) E.Ph.106; but συνάπτω χεῖρέ τινος ἐν βρόχοις bind them fast, Id.Ba.615 (troch.), cf. 546 (lyr.); ξυνάπτω πόδα, συνάπτω ἴχνος τινί, meet him, Id.Ion538 (troch.), 663; πόδα ἐς ταὐτὸν ὁδοῦ Id.Ph.37; δρόμῳ συνάπτω meet in full career, ib.1101; ξυνάπτω κῶλον τάφῳ = approach the grave, Id.Hel.544; φόνος ξυνάπτω τινὰ γᾷ Id.Ph.673 (lyr.); ξυνάπτω βλέφαρα κόραις close the eyes, Id.Ba.747; στόμα συνάπτω = kiss one, Id.IT375; κακὰ κακοῖς συνάπτω = link misery with misery, Id.HF1213 (lyr.); κακὰ ξυνάπτω . . τινί = link him with misery, Id.Med.1232; prov., συνάπτω λίνον λίνῳ = join thread to thread, i.e. compare things of the same sort, Stratt.38, Pl.Euthd.298c, Arist.Ph. 207a17, cf. Sch.Pl.l.c.; also δύ' ἐξ ἑνὸς κακὼ συνάπτω E.IT488, cf. Hipp. 515; κοινὴν ξυνάπτω δαῖτα παιδί share with him a common meal, Id.Ion 807 (troch.).
2 metaph. of combination in thought, συνάπτω αὐτὰ εἰς ἓν τρία ὄντα Pl.R.588d; συνάπτω ἐν τοῖς λόγοις Id.Sph.252c; ἔχουσί τι κοινὸν [αἱ ἀρχαὶ] τὸ συνάπτον αὐτάς Arist.Fr.17; εἴ τι συνάπτει ἢ ἀφαιρεῖ ἡ διάνοια Id.Metaph.1027b32 (διαιρεῖ Alex.Aphr.); ἀδύνατα συνάπτω Id.Po.1458a27, cf. Phld.Sto.Herc.339.13; συνάπτω τὸ γίγνεσθαί θ' ἅμα καὶ τὴν τελευτὴν τοῦ βίου Alex.149.18; συνάπτω μηχανήν = frame a plan, A.Ag.1609, cf. E.Hel. 1034; συνάπτω ὄναρ εἴς τινα connect it with him, refer it to him, Id.IT[59]; συνάπτω λόγον πρός τι D.60.12; πρὸς τὸ ἄκρον οὐ συνάπτω τὸν συλλογισμόν Arist. APr.69a18; συνάπτω ἀλλήλοις τό τ' ἐκστάντες καὶ τὸ ὀξέως = take together, Gal.16.547; συνῆψε τὸν λόγον he continues as follows, Id.15.148; but συνάπτω τὸν λόγον, abridge, Theopomp.Com.22: c. acc. et dat., associate with or attribute to, τί τινι Epicur.Nat.11.9, Sent.Vat.39, Demetr.Lac.Herc.1055.15, cf. Phld.Sign.20:—Pass., συνάπτεται ἕτερον ἐξ ἄλλου Pl.Sph.245e, cf. Phd.60b (v.l.), Epicur.Ep.2p.37U., Nat.28.11; of the words of a sentence, συνάπτεσθαι ἀλλήλοις Gal. 16.546.
II with regard to persons,
1 in hostile sense, συνάπτω τὰ στρατόπεδα εἰς μάχην bring them into action, Hdt.5.75; ἐλπὶς . . ἣ πολλὰς πόλεις συνῆψε has engaged them in conflict, E.Supp.480; so συνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην involved them in... Id.Ba.1303; for S.Aj.1317, v. συλλύω ΙΙ.
b συνάπτω μάχην join battle, Hdt.6.108; στρατεύματι A.Pers.336, cf. E.Heracl.808; συνάπτω πόλεμον πρός τινας Th. 6.13; συνάψαι πόλεμον Ἕλλησιν μέγαν E.Hel.55, cf. Hdt.1.18; τοῖς σοφοῖς εὐκτὸν σοφῷ ἔχθραν συνάπτειν Id.Heracl.459; συνάπτω ἀλκήν Id.Supp.683; also (without μάχην), engage, Hdt.4.80, cf. Ar.Ach.686 (troch.); συνάπτω συνάψεις LXX 4 Ki.10.34; συνάπτω φασγάνων ἀκμάς E.Or.1482 (lyr.); ἔγχη Id.Ph.1192; οὐκ εὐθὺς συνῆψε τὰς ἀπορίας has not immediately rejoined by stating the difficulties, Procl. in Prm.p.533 S.: abs., approach, make contact, Plu.Tim.25:—Pass., μοι πρός τινας νεῖκος συνῆπτο Hdt.7.158, cf. 6.94.
2 in friendly sense, συνάπτω ἑαυτὸν εἰς λόγους τινί = enter into conversation with him, Ar.Lys.468 (cf. infr. B.11.1); φιλία συνάπτω τοὺς καλούς τε κἀγαθούς X.Mem.2.6.22:—Pass., παλλακαῖς συνημμένος, of Aristotle, App.Anth.5.11.
b c. acc. rei, συνάπτω μῦθον E.Supp.566; συνάπτω ὅρκους Id.Ph.1241; συνάπτω κοινωνίαν X.Lac.6.3; συνάπτω φιλίαν πρός τινα D.H.19.13, cf. 2.30; freq. in E., συνάπτω τινὶ γάμους, λέκτρα, κῆδος, form an alliance by marriage, Ph.1049 (lyr.), 49, Andr.620, etc.; γένναν Id.Fr.558; τὸν ἔρωτα τῇ κούρῃ Aret.SD1.5:—in Med., κῆδος ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός = get one's daughter married, Th. 2.29:—Pass., οἱ γάμοι συνήφθησαν PLips.41.7 (iv A.D.); ᾧ συνήφθην ἐκ παρθενίας PSI1.41.5 (iv A.D.); συναφθεῖσά μοι ὡς γαμετή, . . συνήφθην σοι πρὸς γάμου καὶ βίου κοινωνίαν, PMasp.153.5,8 (iv A.D.); μὴ πρὸς γάμον ἡ παῖς καὶ ἑτέρῳ τινὶ συναφθείη Chor. p.227 B.
III Math., especially in pf. Pass., ὁ λόγος συνῆπται ἔκ τε τοῦ . . καὶ τοῦ . .the ratio is compounded of . ., Archim.Sph.Cyl.2.4, al.; ἀναλογία συνημμένη = continued proportion (cf. συνεχής 1.3), Nicom.Ar.2.21; συνημμένη μεσότης geometric mean, ibid.
2 in Music, συνημμένα τετράχορδα = conjunct tetrachords, Plu.2.1029a; ἡ συνημμένων νήτη ib. 1137c.
3 in Logic, συνημμένον ἀξίωμα or τὸ συνημμένον, hypothetical proposition as premiss in a syllogism. Chrysipp.Stoic.2.68, Phld.Sign.32, S.E.M.8.109, Gell.16.8.9: pl., Plu.2.43c, Procl. in Prm. p.533 S.; κοῖα συνῆπται; what conclusion follows? Call.Fr.70.3:—cf. συνάρτησις ΙΙ.
B intr.:
I in local sense, border on, lie next to, τὸ πεδίον τοῦτο συνάπτει τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ Hdt.2.75; Τήνῳ συνάπτουσ' Ἄνδρος A.Pers.885 (lyr.); γεώλοφοι συνάπτοντες [τῷ ποταμῷ] reaching to . ., Plb.3.67.9; ἐὰν διώρυγες συνάπτωσι τοῖς Χώμασι PLille 1v.7 (iii B.C.); [τῆς τραχείας ἀρτηρίας] τὸ συνάπτον τῷ στόματι πέρας Gal.6.421; ποταμοῦ στόμα συνάπτον θαλάττῃ ib.712; αὗται μὲν σ., αἱ δ' ἄλλαι ἀσύναπτοι Arist.HA516a30; δύο πόροι εἰς ἓν σ. ib.508a13; τὰ βράγχια συνάπτω ἀλλήλοις ib.507a5; ἡ κοιλία συνάπτω πρὸς τὸ στόμα ib.507a28; of the sides of a cone, πρὸς μίαν κορυφὴν συνάπτειν Thphr.Vert.4.
2 of time, to be nigh at hand, ὥρα συνάπτει Pi.P.4.247; συνάπτω πρὸς τὸν Χειμῶνα Hp.Aph.2.25; συνάψαντος τοῦ Χρόνου Plb.2.2.8; συνάψαντος τοῦ καιροῦ Id.6.36.1, etc.
3 metaph., συνάπτω ἐν αὐτῇ πάνθ' ὅσα δεῖ τοῖς φίλοις ὑπάρχειν meet together, Arist.EN1156b18; οὐ συνάπτω [αὗται αἱ φιλίαι] do not combine, ib.1157a34; to be connected with, τῷ γένει αἱ ἰδέαι σ. Id.Metaph.1042a15; συνάπτω πρός τι Id.Pol.1276a7, Cat.4b26, APr. 41a1; attach, Id.HA580a15; λύπη συνάπτω [τῷ θεραπεύειν] E.Hipp.187 (anap.), cf. Chrysipp.Stoic.2.174; ὁ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ excessive pain will border upon death, Epicur.Fr.448; συνάπτω εἴς τι = have reference to, Thphr.CP6.1.2.
II of persons, ξυνάπτω λόγοισιν enter into conversation, S.El.21; ἐς λόγους συνάπτω τινί E.Ph.702; συνάπτω εἰς χορεύματα = join the dance, Id.Ba.133 (lyr.); ἐς χεῖρα γῇ come close to land, Id.Heracl. 429; συνάπτω εἰς τὸν καιρόν = come in just at the right time, Plb.3.19.2; συνάπτω τοῖς ἄκροις reach, them, Id.3.93.5, etc.; συνάπτω εἰς Σελεύκειαν Id.5.66.4; πρὸς τὴν παρεμβολήν Id.3.53.10, etc.
2 τύχα ποδὸς ξυνάπτει (s.v.l., ξυνάπτοι Murray) μοι, i.e. I have come fortunately, E.Supp. 1014 (lyr.).
3 Astrol., of a heavenly body, to be in conjunction (συναφή) with another, Nech. ap. Vett.Val.280.2, Ptol.Tetr.52, PMag. Leid.W.24.15, Man.2.452, Paul.Al.H.1.
C Med., unite for oneself and so form, φιλίαν D.S.13.32; κῆδος D.C.41.57; v.supr.A.11.2b.
2 to be next to, be connected with, τινι X. Oec.5.3.
3 lay hold of, τοῦ καιροῦ Plb.15.28.8.
4 take part with one, assist, τινι E.Hel.1444: abs., A.Pers.742 (troch.); τινος in a thing, ib.724 (troch.), S.Fr.874.
5 bring upon oneself, πληγάς D.40.32.
German (Pape)
[Seite 1003] bei Sp. kommt ein aor. pass. συναφῆναι vor, – 1) zusammenknüpfen, verknüpfen, μηχανήν, Aesch. Ag. 1591; vgl. Eur. Hel. 1040; sprichwörtlich οὐ λίνον λίνῳ συνάπτεις, Plat. Euthyd. 298 c; σύναπτε αὐτὰ εἰς ἓν τρία ὄντα, Rep. IX, 588, d. Bes. – a) im feindlichen Sinne, στρατεύματι μάχην ξυνάψαι, den Kampf beginnen, handgemein werden, Aesch. Pers. 328; u. so ist auch Soph. Ai. 1296 zu nehmen, wo es im Gegensatz von συλλύω steht und der Schol. erkl. ξυνάψων αὐτοὺς δηλονότι εἰς μάχην; Her. πόλεμον, 1, 18, Krieg beginnen, μάχην 6, 108, auch συνάπτειν τὰ στρατόπεδα εἰς μάχην, 5, 75, u. ohne μάχην, eine Schlacht liefern, mit einander anbinden, 4, 80, u. pass., νεῖκός μοι συνῆπτο πρός τινα, ich war in Streit geraten mit Einem, 7, 158; ξυνῆψαν ἔγχη, Eur. Phoen. 1199, μάχην Suppl. 144 u. öfter; ξυνῆψέ μοι πόλεμον, Rhes. 428; κακά τινι, Med. 1232; φασγάνων ἀκμὰς συνήψαμεν, Or. 1482; πόλεμον Thuc. 6, 13; μ άχην Xen. Cyr. 1, 6, 41 u. öfter; vgl. noch πληγὰς συναψάμενος Dem. 40, 32. – b) im freundlichen Sinne, συνάπτεσθαι φιλίαν, Freundschaft unter einander knüpfen, D. Sic. 13, 32; sich anschließen, gemeinschaftliche Sache mit Einem machen, beistehen, χὡ θεὸς συνάπτεται, Aesch. Pers. 729, vgl. 710 u. Soph. frg. 710; ξυνάπτετον πόδα ἐς ταὐτὸν ἄμφω, Eur. Phoen. 37, vgl. Suppl. 1014 Ion 538; ματρὶ γάμους συνάπτει, Phoen. 1056, wie λέκτρα ἀλλήλοισιν, Herc. Für. 1317; χειρὶ χεῖρα, Ar. Thesm. 955; τὰς χεῖρας, Plat. Legg. III, 698 d; εἰκὸς δὲ καὶ τὸ κῆδος ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός, Thuc. 2, 29; τὶ πρός τι, Pol. 1, 75, 4 u. öfter, wie a. Sp. – 2) intrans., daranstoßen, angränzen, berühren, Τήνῳ τε συνάπτουσ' Ἄνδρος ἀγχιγείτων, Aesch. Pers. 859; Eur. Hipp. 187; Her. 2, 75; Plat. ep. VIII, 353, d. – Dah. ὥρα συνάπτει, Pind. P. 4, 247, die Zeit steht nahe bevor, sie drängt; χρόνου συνάψαντος, als die Zeit sich näherte, Pol. 2, 2, 8. 4, 27, 1 u. öfter, διὰ τὸ συνάπ τειν τὴν τῆς Πλειάδος δύσιν, 3, 54, 1, – ξυνάπτετον λόγοισιν, sc. ἀλλήλοιν, Soph. El. 21, sich in ein Gespräch einlassen; vgl. συνάπτει ἐν αὐτῇ πάντα ὅσα δεῖ, Arist. eth. 8, 4; auch εἰς λόγους συνῆψα Πολυνείκει, Eur. Phoen. 709, wie Ar. Lys. 468 vollständig sagt τί τοῖσδε σαυτὸν ἐς λόγους τοῖς θηρίοις συνάπτεις; Plat. ξυνάπτει δὲ ἀεὶ παλαιὰ τελευτὴ δοκοῦσα ἀρχῇ φυομένῃ νέᾳ, Ep. VIII, 353 d; συνάπτειν τοῖς ἄκροις, auf die Bergspitzen gelangen, Pol. 5, 98, 5; γεώλοφοι συνάπτοντες τῷ ποταμῷ, 3, 67, 9; auch πρός τι, 3, 84, 1; οὗ συνάπτει τὰ Γαλατικὰ πεδία πρὸς τὴν ἄλλην Ἰταλίαν, 3, 86, 2; u. feindlich, συνάψαι τοῖς πολεμίοις, 3, 83, 6; auch εἰς συνάπτον ἥκειν ἀλλήλοις, sich nähern zum Kampfe, 1, 76, 2; τῶν ὁπλιτῶν συναπτόντων σὺν βοῇ, Plut. Ant. 39. – Bei Nicom. ar. 2, 21 u. sonst ist συνημμένη ἀναλογία eine stetige Proportion.
French (Bailly abrégé)
ao. συνῆψα;
I. tr. 1 nouer ensemble, lier l'un à l'autre, lier : μὴ συνάψων, ἀλλὰ συλλύσων SOPH non pour faire le nœud, mais pour le défaire, càd non pour compliquer la difficulté, mais pour en apporter la solution ; avec un acc. : συνάπτω τὰ ἄκρα XÉN réunir les extrémités ; συνάπτω στόμα EUR baiser ; συνάπτω δεξιὰν χερί EUR se tendre les mains ; avec idée d'hostilité συνάπτω μάχην HDT engager le combat ; συνάπτω πόλεμόν τινι HDT, πρός τινα THC engager une guerre avec qqn ; συνάπτω τινὰς εἰς μάχην HDT, abs. συνάπτειν τινάς PLUT exciter à la lutte ou au combat ; συνάπτω πᾶσαν μηχανήν ESCHL mettre en mouvement tous les ressorts ; συνάπτω κακά τινι EUR faire du mal à qqn ; συνάπτω ὅρκους EUR se jurer réciproquement;
2 t. de mus. τετράχορδα συνημμένα PLUT suite de sons sur quatre cordes dans l'ancienne gamme;
3 t. de philos. τὸ συνημμένον ἀξίωμα et subst. τὸ συνημμένον proposition dans la laquelle, étant donnée une hypothèse, la conclusion suit nécessairement;
II. intr. 1 avec idée de lieu confiner à, toucher à, être limitrophe de, τινι : τὸ πεδίον τοῦτο συνάπτει τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ HDT cette plaine touche à celle d'Égypte;
2 s'attacher à, s'unir à ; fig. s'unir, se joindre, se rattacher;
3 avec idée de temps s'approcher, approcher, être imminent ; en parl. d'événements συνάπτω τινι s'approcher de qqn, menacer qqn;
4 avec un suj. de pers. s'approcher ; particul. avec idée d'hostilité s'approcher pour combattre, en venir aux mains, combattre;
Moy. συνάπτομαι;
I. intr. 1 avoir du rapport avec, τινι ; dépendre de, avec ἔκ τινος;
2 se lier, s'attacher à une personne ou à une chose ; assister, aider : τινι qqn ; τινος en qch;
II. tr. lier ou attacher qch de soi ; συνάπτω κῆδος THC former des liens d'alliance (marier sa fille).
Étymologie: σύν, ἅπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-άπτω, Att. ook ξυνάπτω [σύν, ἅπτω] met acc. fysiek samenvoegen:; τὰς χεῖρας συνάπτω elkaars handen vastpakken Plat. Lg. 698d; met acc. en dat.:; χειρὶ σύναπτε χεῖρα voeg hand in hand Aristoph. Th. 955; θᾶσσον... ἢ σὲ ξυνάψαι βλέφαρα βασιλείοις κόραις sneller dan jij je oogleden met je koninklijke pupillen kunt samenvoegen (d.w.z. dan je met je ogen kunt knipperen) Eur. Ba. 747; συνάπτω πόδα of συνάπτω ἴχνος met dat. iemands pad kruisen; spreekw.. οὐ λίνον λίνῳ συνάπτεις je voegt geen linnen met linnen samen, ‘dat slaat als een tang op een varken’ Plat. Euthyd. 298c. overdr. mentaal verbinden, combineren, aan elkaar koppelen: met εἰς/ἐς + acc..; σύναπτε... αὐτὰ εἰς ἓν τρία ὄντα breng die (beelden) met hun drieën in één samen Plat. Resp. 588d; συνάπτω τοὔναρ ἐς φίλους de droom met vrienden in verband brengen Eur. IT 59; in elkaar zetten:; ξυνάπτω μηχανήν een listig plan smeden Aeschl. Ag. 1609; ook pass.. συνάπτεται … ἕτερον ἐξ ἄλλου want elk (idee) zit aan een ander vast Plat. Sph. 245e. van sociale relaties in contact brengen, samenbrengen, verenigen:; ἡ φιλία … συνάπτει τοὺς καλούς τε κἀγαθούς vriendschap verenigt mensen met een voortreffelijk karakter Xen. Mem. 2.6.22; βούλῃ συνάψω μῦθον; wil je dat ik reageer (op wat net gezegd is)? Eur. Suppl. 566; met dat. met:; τί τοῖσδε σαυτὸν εἰς λόγον τοῖς θηρίοις συνάπτεις waarom knoop je met deze beesten een gesprek aan? Aristoph. Lys. 468; ματρὶ … γάμους … συνάπτει hij ging met zijn moeder een huwelijk aan Eur. Phoen. 1049; ook med..; κῆδος ξυνάπτω τῆς θυγατρός een huwelijksrelatie voor zijn dochter regelen (d.w.z. zijn dochter laten trouwen) Thuc. 2.29.3; ongunstig in conflict brengen:. πόλεις συνάπτω steden met elkaar in conflict brengen Eur. Suppl. 480; συνάπτω τὰ στρατόπεδα ἐς μάχην de legers met elkaar de strijd laten aangaan Hdt. 5.75.1; φασγάνων ἀκμάς συνάπτω de punten van de zwaarden doen kruisen, d.w.z. de strijd aangaan Eur. Or. 1482; συνάπτω μάχην, συνάπτω πόλεμον (de) strijd aangaan, een oorlog beginnen. zonder acc., met dat. of πρός + acc. of abs. fysiek grenzen aan, raken aan, in de buurt zijn van, met dat.: van plaatsen; Τήνῳ … συνάπτουσ’ Ἄνδρος het aan Tenos grenzende Andros Aeschl. Pers. 885; πεδίον τοῦτο συνάπτει τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ die vlakte raakt aan de Egyptische vlakte Hdt. 2.75.2; ἐς χεῖρα γῇ συνῆψαν (zeelieden die) op een handbreedte van het vasteland komen Eur. Hcld. 429; ook van tijd:. πρὸς τὸν χειμῶνα ξυνάπτω doorlopen tot in de winter (van koorts die in de herfst begint) Hp. Aph. 2.25. overdr. samenhangen met, verbonden zijn met, gepaard gaan met, met dat., met πρός + acc.: τῷ … συνάπτει λύπη daarmee gaat verdriet gepaard Eur. Hipp. 187. van sociale relaties in contact komen (met): abs..; ξυνάπτετον λόγοισιν (dat. instrum.) jullie moeten overleggen Soph. El. 21; ἐς λόγους συνάπτω met iemand in gesprek komen, met dat. Eur. Phoen. 702; ongunstig slaags raken; overdr. mee aanpakken met, zich aan de zijde scharen (van), zich voegen (bij), meehelpen, bijstaan, meestal med.; ellipt.:; ὅταν σπεύδῃ τις αὐτὸς, χὠ θεὸς συνάπτεται als iemand zelf vaart maakt, helpt ook de godheid mee Aeschl. Pers. 742; met dat.:; ἡμῖν … σπουδῇ σύναψαι voegt u zich snel bij ons Eur. Hel. 1444; met gen.: γνώμης … τις δαιμόνων ξυνήψατο een of andere godheid heeft hem bijgestaan in zijn plan Aeschl. Pers. 724.
Russian (Dvoretsky)
συνάπτω:
1 связывать, соединять, сочетать (τινά τινι Eur.): ξυνάπτω βλέφαρα Eur. смыкать веки; συνάπτω χερὶ χεῖρα Arph. и συνάπτω χεῖρας Plat. обмениваться рукопожатием; συνάψαι στόμα τινί Eur. прильнуть устами к кому-л.; ἑκατέρωθεν συνάψαι τὰ ἄκρα Xen. соединить обе оконечности; συνάψαι χεῖρέ τινος δεσμίοισιν ἐν βρόχοις Eur. связать чьи-л. руки путами; θρέμμα ξυνημμένον Plat. спутанный зверь; ἴχνος συνάψαι τινί Eur. встретиться с кем-л.; συνάπτω λόγον πρός τι Dem. приступать к обсуждению чего-л.; συνάπτω ὅρκους Eur. обменяться клятвами; συνάπτω εἰς ἓν τρία ὄντα Plat. соединить три в одно; συνάπτω κακὰ κακοῖς Eur. присоединять к старым бедам новые; δύ᾽ ἐξ ἑνὸς κακὼ συνάπτω Eur. удваивать несчастье; τετράχορδα συνημμένα Plut. четырехструнные созвучия; συνημμένος συλλογισμός Sext. сопряженный, т. е. условный силлогизм (типа εἰ νύξ ἐστι, σκότος ἐστί);
2 тж. med. завязывать, заключать (γάμους τινί Eur.): συνάπτω κῆδός τινι Eur. вступать в союз с кем-л.; συνάπτω ἑαυτὸν εἰς λόγους τινί Arph. вступать в беседу с кем-л.; τὸ κῆδος ξυνάψασθαι Thuc. породниться;
3 (о войне, сражении и т. п.) завязывать, начинать (πόλεμόν τινι Her. и πρός τινα Thuc.): ἔχθραν συνάπτω τινί Eur. вступать во враждебные отношения с кем-л.; νεῖκος πρός τινα συνάφαι Her. быть во вражде с кем-л.; μάχην συνάπτω τινί Plut. завязывать бой с кем-л.;
4 составлять, придумывать: κοινὴν συνάπτω μηχανήν τινος Eur. сообща составлять план чего-л.;
5 сталкивать друг с другом (πολλὰς πόλεις Eur.);
6 вовлекать, ввергать: συνάψαι πάντας ἐς μίαν βλάβην Eur. ввергнуть всех в одно и то же несчастье; ξυνάψαι τινὰ γᾷ Eur. уложить кого-л. в землю, т. е. в могилу;
7 прилегать, примыкать, простираться (τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ Her.; τῷ ποταμῷ Polyb.): συνάψαι θανάτῳ Plut. граничить со смертью;
8 находиться в связи, соприкасаться (ἀλλήλοις Arst.): τῷ καθόλου αἱ ἰδέαι συνάπτουσιν Arst. идеи связаны с общностью; συνάπτω πρὸς τὸν εἰρημένον πρότερον Arst. иметь отношение к ранее сказанному;
9 приближаться, быть близким: συνάψαντος τοῦ χρόνου Polyb. когда наступило время; συνάπτοντος ἤδη τοῦ χειμῶνος Polyb. так как зима уже близка; λόγος πρὸς μῦθον συνάπτων Arst. рассказ, близкий к сказке; εἰς χεῖρα γῇ συνάψαι Eur. подплыть почти вплотную к земле; δρόμῳ συνάψαι ἄστυ Eur. бегом добраться до города; συνάψαι εἰς τὸν καιρόν Polyb. прибыть как раз вовремя;
10 вступать, входить, принимать участие: συνάπτω λόγοισι Soph. беседовать; ἐς λόγους ξυνάπτω τινί Eur. вступать в беседу с кем-л. (ср. 3); συνάπτω εἰς χορεύματα Eur. бросаться в пляску;
11 охватывать, постигать (λύπη συνάπτει τινί Eur.): τύχα ποδὸς ξυνάπτει τινί Eur. счастье благоприятствует чьему-л. путешествию;
12 вступать в бой, сражаться Her., Plut.: συνάψω μαινάσι στρατηλατῶν Eur. я буду сражаться, предводительствуя менадами;
13 med. содействовать, помогать (τινι Eur.): γνώμης Aesch. помочь в осуществлении плана;
14 med. хвататься, пользоваться (συνάψαντος τοῦ καιροῦ Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
συνάπτω: μέλλ. -άψω, συνενώνω, συνδέω, συναρμόζω, σχετίζω, 1) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, συνάπτω χειρὶ χεῖρα ἐπὶ χορευτῶν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 955· συνάπτω καὶ ξυνωρίζου χέρα, εἰς σημεῖον φιλίας, Εὐρ. Βάκχ. 198, πρβλ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 832, Πλάτ. Νόμ. 698D· ἰδού, ξύναψον (ἐνν. τὴν χέρα) Εὐρ. Φοίν. 105· ἀλλά, οὐδέ σου συνῆψε χεῖρα δεσμίοισιν ἐν βρόχοις; οὐδὲ συνέδεσε τὴν μίαν χεῖρα μετὰ τῆς ἄλλης διὰ δεσμῶν; ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 615, πρβλ. 545· ― συνάπτειν πόδα ἢ ἴχνος τινί, συναντᾶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 538, 663· πόδα ἐς ταὐτὸν ὁδοῦ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 37· συνάπτω δρόμῳ αὐτόθι 1101· συνάπτω κῶλον τάφῳ, πλησιάζω τὸν τάφον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 544: οὕτω, φόνος συνάπτω τινὰ γᾷ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 674· ― ξυνάπτω βλέφαρα, κλείειν τὰ βλέφαρα, τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 747· συνάπτω στόμα, φιλῶ τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 375· ― συνάπτω κακὰ κακοῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1212· (ἀλλά, συνάπτω κακόν τινι, συνδέω αὐτὸν πρὸς τὴν δυστυχίαν, ἔοιχ’ ὁ δαίμων πολλὰ τῇδ’ ἐν ἡμέρᾳ κακὰ ξυνάπτειν ἐνδίκως Ἰάσονι ὁ αὐτ. ἐν Μήδ. 1232)· παροιμ., συνάπτω λίνον λίνῳ, συνδέω κλωστὴν πρὸς κλωστήν, δηλ. παραβάλλω πράγματα ὁμοειδῆ, Πλάτ. Εὐθυδ. 298C· «λίνον λίνῳ συνάπτεις: ἐπὶ τῶν τὰ αὐτὰ διὰ τῶν αὐτῶν δρώντων· Στράττις Ποταμίοις» Φώτ. συνάπτω 284, 23, Ἀριστ. Φυσυνάπτω 3. 6, 12· ἴδε Σχόλ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὡσαύτως, συνάπτω τι ἔκ τινος Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 488, πρβλ. Ἱππ. 515· κοινῇ ξυνάπτω τινὶ δαῖτα, παρέχω εἴς τινα κοινὸν φαγητόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 807. 2) μεταφ., ἐπὶ συνάψεως ἢ συνδέσεως κατὰ διάνοιαν γιγνομένης, συνάπτω αὐτὰ εἰς ἓν τρία ὄντα Πλάτ. Πολ. 588D· συνάπτω ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 252C: ἔχουσί τι κοινὸν [αἱ ἀρχαὶ] τὸ συνάπτειν αὐτὰς Ἀριστ. Ἀποσπ. 16· εἴ τι συνάπτω ἢ ἀφαιρεῖ ἡ διάνοια ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσυνάπτω 5. 4, 3· ἀδύνατα συνάπτω ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 22, 5· ὡσαύτως, συνάπτω τὸ γίγνεσθαί θ’ ἅμα καὶ τὴν τελευτὴν τοῦ βίου Ἄλεξυνάπτω ἐν «Μιλησίᾳ» 1. 18· ― συνάπτω μηχανήν, σχηματίζω σχέδιόν τι, ἐπινοῶ τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1609, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1034· συνάπτω ὄναρ εἴς τινα, σχετίζω τὸ ὄνειρον μέ τινα, ἀναφέρω τὸ ὄνειρον εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 59· οὕτω, συνάπτω λόγον πρός τι Δημ. 1392. 21· ἀλλὰ συνάπτω τὸν λόγον, συντέμνω αὐτόν, «συντομεύω», Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Καλλαίσχρῳ» 2. ― Παθ., συνάπτεται ἕτερον ἐξ ἑτέρου Πλάτ. Σοφ. 245Ε, πρβλ. Φαίδωνα 60Β. ΙΙ. ἐν ἀναφορᾷ πρὸς πρόσωπα 1) συνάπτω τὰ στρατόπεδα ἐς μάχην, φέρω αὐτὰ εἰς μάχην, εἰς σύναψιν μάχης, Ἡρόδ. 5. 75 ἐλπίς... ἣ πολλὰς πόλεις ξυνῆψε, ἤγειρεν εἰς πόλεμον, Εὐρ. Ἱκέτ. 480· οὕτω, συνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην, περιέπλεξεν, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1304· περὶ τοῦ παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 1317, ἴδε συλλύω ΙΙ· ― ὡσαύτως, β) συνάπτω μάχην, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 6. 108· τινί, πρός τινα, ὁ αὐτ. 1. 18, Αἰσχύλ. Πέρσυνάπτω 336, πρβλ. Helmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 808· πρός τινα Θουκ. 6. 13, κ. ἀλλ.· συνάψαι πόλεμον Ἑλλήνων μέγαν Εὐρ. Ἑλ. 55· σοφῷ ἔχθραν ξυνάπτειν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 459· συνάπτω ἀλκὴν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 683· ― ὡσαύτως (ἄνευ τοῦ μάχην), μάχομαι, πολεμῶ, Ἡρόδ. 4. 80, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 686· ― αἱ φράσεις αὗται προέκυψαν ἐκ τῆς ἁπλουστέρας ἐννοίας τοῦ συνάπτω φέσγανα, Λατ. conserere manus, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1482, Φοίν. 1192. ― Παθ., νεῖκος συνῆπταί τινι πρός τινα Ἡρόδ. 7. 158, πρβλ. 6. 95. 2) ἐπὶ φιλικῆς σημασίας, συνάπτω ἑαυτὸν εἰς λόγους τινί, ἔρχεσθαι εἰς συνομιλίαν, Ἀριστοφ. Λυσυνάπτω 468 (πρβλ. κατωτ. Β. 3)· φιλία συνάπτω τοὺς κακούς τε κἀγαφοὺς Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22. ― Παθητ., συνάπτεσθαί τινι, ἔχειν σχέσιν μετά τινος, συναναστρέφεσθαί τινα, Ἀνθολ. Π. παράρτημα 321. β) μετ’ αἰτιατ. πράγματος, συνάπτω μῦθον Εὐρ. Ἱκέτ. 566· συνάπτω ὅρκους ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1241· κοινωνίαν Ξεν. Λακ. 6, 3· φιλίαν πρός τινα Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. συνάπτω 2345 Reiske, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ., συνάπτω τινὶ γάμους, λέκτρα, κῆδος, συνάπτω σχέσεις διὰ γάμου, Φοίν. 1049, 49, Ἀνδρ. 620, κτλ.· ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ξυνάπτομαι κῆδος τῆς θυγατρός, ὑπανδρεύω τὴν θυγατέρα μου, Θουκ. 2. 29. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς μαθηματικοῖς συγγραφ., συνάπτω ἑαυτούς, προσκλίνειν εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον καὶ συναντᾶσθαι, Εὐκλ.· ἀναλογία συνημμένη, συνεχὴς (ἴδε συνεχὴς Ι. 3), Νικομ. Ἀριθμ. 2. 21. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, ἴδε ἐν λ. συναφὴ ΙΙΙ. 3) ἐν τῇ λογικῇ, συνημμένον ἀξίωμα ἢ τὸ σ., Λατ. connexum, ὑποθετικὸς συλλογισμός, ὡς π. χ. εἴπερ ἡμέρα ἐστί, φῶς ἐστι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 109, Α. Γέλλ. 16. 8, 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 43C (ἔνθα ἴδε Wytt.)· οὕτω, κοῖα συνῆπται; ποῖον συμπέρασμα ἀκολουθεῖ; Καλλ. Ἀποσπ. 70. 3· ― πρβλ. συνάρτησις ΙΙ. Β. ἀμεταβ. Ι. ἐπὶ τοπικῆς σημασίας, συνορεύω, κεῖμαι πλησιέστατα πρός..., τὸ πεδίον τοῦτο συνάπτει τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ Ἡρόδ. 2. 75· Τήνῳ… συνάπτουσ’ Ἄνδρος Αἰσχ. Πέρσυνάπτω 885· γεώλοφοι συνάπτοντες τῷ ποταμῷ, ἐξικνούμενοι μέχρι..., Πολύβ. 3. 67, 9 ― ἀκολούθως ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, οὐ συνάπτω αὗται αἱ φιλίαι, δὲν ἑνοῦνται, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 4, 5· αὗται μὲν σ., αἱ δ’ ἄλλαι ἀσύναπτοι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 6· οἱ πόροι συνάπτω αὐτόθι 2. 17, 4· τὰ βράγχια συνάπτω ἀλλήλοις αὐτόθι 2· ἡ κοιλία συνάπτω πρὸς τὸ στόμα αὐτόθι 6, πρβλ. Κατηγ. 6, 2, Πολυδ. Γ΄, 2. 5. 2) ἐπὶ χρόνου, ἐγγίζω, εἶμαι ἐγγύς, πλησίον, ὥρα συνάπτει Πινδ. Π. 4. 440· συνάπτω πρὸς τὸν χειμῶνα Ἱππ. Ἀφ. 1245· χρόνου συνάψαντος Πολύβ. 2. 2, 8· συνάψαντος τοῦ καιροῦ ὁ αὐτ. 6. 36, 1, κτλ.· οὕτως, ἐπὶ γεγονότων, λύπη συνάπτω τινι Εὐρ. Ἱππ. 188, πρβλ. Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054C. 3) μεταφ., κατὰ διάνοιαν, συνάπτω ἐν αὐτῇ πάνθ’ ὅσα δεῖ, συναντῶνται, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 4, 7· τῷ γένει αἱ ἰδέαι συνάπτω ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσυνάπτω 7. 1, 3· ― ὡσαύτως, σχετίζομαι πρός τι, συνάπτω πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 3. 3, 1· ἀλλ’ ὁμοίως, πλησιάζω, ὁμοιάζω, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 1· συνάπτω εἴς τι, ἔχω σχέσιν ἢ ἀναφορὰν πρός τι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 1, 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, συνάπτω λόγοισι, ἔρχομαι εἰς συνομιλίαν, Σοφ. Ἠλέκ. 21· οὕτω, ἐς λόγους ξυνάπτω τινι Εὐρ. Φοίν. 702· ὡσαύτως, συνάπτω εἰς χορεύματα, λαμβάνω μέρος εἰς τὸν χορόν, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 133· συνάπτω ἐς χεῖρα γῇ, δηλ. ἔρχομαι πολὺ πλησίον τῆς γῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. 429· συνάπτω εἰς τὸν καιρόν, ἔρχομαι ἀκριβῶς κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, Πολύβ. 3. 19, 2· συνάπτω τοῖς ἄκροις, φθάνω μέχρι τῶν ἄκρων, ὁ αὐτ. 3. 93, 5, κτλ.· συνάπτω εἰς Σελεύκειαν ὁ αὐτ. 5. 66, 4· πρὸς τὴν παρεμβολὴν ὁ αὐτ. 3. 53, 10, κτλ. 2) τύχα δέ μοι ξυνάπτοι ποδὸς ἅλματι… τᾶσδ’ ἀπὸ πέτρας, εἴθε ἡ τύχη νὰ ὁδηγήσῃ τὸ πήδημα τοῦ ποδός μου ἀπὸ ταύτης τῆς πέτρας, Εὐρ. Ἱκ. 1014. Γ. Μέσ., συνάπτω δι’ ἐμαυτόν, φιλίαν Διόδ. 13. 32 κῆδος Δίων Κ. 41. 57· ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2. 2) ἡ προβατευτικὴ τέχνη συνῆπται τῇ γεωργίᾳ, εἶναι στενῶς συνδεδεμένη μετὰ τῆς γεωργίας, Ξεν. Οἰκ. 5. 3. 3) ἐπιλαμβάνομαί τινος, ἐὰν μὴ συνάψωνται τοῦ καιροῦ Πολύβ. 15. 28, 8 ― συμβοηθῶ, τινι Εὐρ. Ἑλ. 1444· ἀπολ., Αἰσχύλ. Πέρσυνάπτω 742· τινος αὐτόθι 724, Σοφ. Ἀποσπ. 710. 4) ἐπιφέρω εἰς ἐμαυτόν, πληγὰς Δημ. 1018. 8. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσυνάπτω Παρατηρ. συνάπτω 457, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σελ. 145.
English (Slater)
συνάπτω press of time ὥρα γὰρ συνάπτει (P. 4.247)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α ἅπτω
συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω
νεοελλ.
1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, -η, -ο
προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο»)
2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις»
i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία
ii) δημιουργώ ερωτικό δεσμό
β) «συνάπτω γνωριμία» — γνωρίζομαι, πιάνω γνωριμία
γ) «συνάπτω δάνειο» — δανείζομαι
δ) «συνάπτω συμβόλαιο [ή σύμβαση]»
(νομ.) υπογράφω συμβόλαιο [ή σύμβαση]
ε) «συνάπτω συνθήκη» — συνομολογώ συνθήκη, υπογράφω συμφωνία
στ) «συνημμένη μετοχή»
γραμμ. μετοχή της οποίας το υποκείμενο είναι συγχρόνως και υποκείμενο του ρήματος
νεοελλ.-αρχ.
φρ. α) «συνάπτω μάχη(ν)» — μάχομαι, δίνω μάχη
β) «συνάπτω γαμο(ν)» — παντρεύομαι, νυμφεύομαι
γ) «συνάπτω [αρχ. συνάπτομαι] φιλία(ν)» — γίνομαι φίλος, δημιουργώ φιλικές σχέσεις
αρχ.
1. συναντώ κάτι, βρίσκομαι αντιμέτωπος με κάτι («δύ' ἐξ ἑνὸς κακὼ συνάπτει»)
2. εξαρτώ («συνάπτοντες τῷ μέτρῳ τὸ ποιεῖν», Αριστοτ.)
3. (με εχθρική σημ.) α) οδηγώ στη διεξαγωγή πολέμου («ἐλπὶς... ἣ πολλὰς πόλεις συνῆψε», Ευρ.)
β) προσεγγίζω, πλησιάζω («ὅπου τοὺς Καρχηδονίους ἤκουσε συνάπτειν», Πλούτ.)
4. συνδέω φιλικά («ἡ φιλία διαδυομένη συνάπτει τοὺς καλούς τε κἀγαθούς», Ξεν.)
5. προσθέτω («αὖθις δὲ συνάπτει τούτοις, λέγων...», Ευσ.)
6. συνεχίζω
7. συνδέω λέξεις κατά τη συντακτική τους σειρά («συνάπτειν ἀλλήλοις το τ' "ἐκστάντες" καὶ τὶ "ὀξέως"», Γαλ.)
8. (αμτβ.) α) είμαι κοντά σε κάτι, συνορεύω με κάτι («τὸ πεδίον τοῦτο συνάπτει τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ», Ηρόδ.)
β) (για οργανικά μέλη) συνδέομαι με... («εὐθὺς πρὸς τὸ στόμα συνάπτει ἡ κοιλία», Αριστοτ.)
γ) (ιδίως με χρον. σημ.) πλησιάζω («συνάπτειν πρὸς τὸν χειμῶνα», Πολ.)
δ) αστρολ. (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε συναφή σχέση ή επίδραση με άλλον
ε) μτφ. i) συναντώμαι με κάποιον
ii) συνδυάζομαι, εναρμονίζομαι
iii) προσαρμόζομαι
iv) προσάπτομαι
ν) αναφέρομαι σε κάτι
9. μέσ. συνάπτομαι
α) συναναστρέφομαι
β) συνδέομαι στενά με κάποιον («ἡ προβατευτικὴ τέχνη συνῆπται τῇ γεωργίᾳ», Ξεν.)
γ) επωφελούμαι από κάτι («πρόδηλον γὰρ εἶναι πᾱσι τὸν ὄλεθρον, ἐὰν μὴ συνάψωνται τοῦ καιροῦ», Πολ.)
δ) συμβοηθώ
ε) επιφέρω στον εαυτό μου («ἐξ ἀντιλογίας... πληγὰς συναψάμενος», Δημοσθ.)
στ) συνευρίσκομαι ερωτικά, συνουσιάζομαι («ἐτόλμησέ τις εἰπεῖν κατὰ τῆς Μαρίας, ὡς ἄρα ὁ σωτὴρ αὐτὴν ἠρνήσατο ἐπεί, φησίν, συνήφθη μετὰ τὴν ἀπότεξιν τὴν τοῦ σωτῆρος τῷ Ἰωσήφ», Ωριγ.)
10. φρ. α) «συνάπτω πόδα [ή ἴχνος] τινί» — συναντώ κάποιον
β) «συνάπτω δρόμῳ τι» — φθάνω σε έναν τόπο τρέχοντας
γ) «συνάπτω βλέφαρα κόραις» — κλείνω τα μάτια
δ) «συνάπτω στόμα τινί» — φιλώ κάποιον
ε) «συνάπτω κακά τινι» — βλάπτω κάποιον
στ) «συνάπτω δαῖτα» — προσφέρω, παρέχω
ζ) «συνάπτω μηχανήν» — επινοώ σχέδιο
η) «συνάπτω τινὰ εἰς βλάβην» — περιπλέκω κάποιον
θ) «συνάπτω τὰς ἀπορίας» — συσχετίζω
ι) «συνάπτω ὄναρ» — συνδέω το όνειρό μου με κάποιον
ια) «συνάπτω τὸν λόγον»
i) συνδέω κάτι σε αναφορά προς κάτι άλλο
ii) συντομεύω
ιβ) «συνάπτω ἔχθραν» — φιλονικώ
ιγ) «συνάπτω πόλεμόν τινι [ή πρός τινα]» — πολεμώ με κάποιον
ιδ) «συνάπτω ἀλκήν [ή ἀκμάς ή ἔγχη]» — οδηγώ σε συμπλοκή, σε σύρραξη
ιε) «συνάπτω συνάψεις» — διεξάγω πολέμους
ιστ) «συνάπτω ἐμαυτὸν εἰς λόγους τινί» — συνομιλώ φιλικά με κάποιον
ιζ) «συνάπτω γένναν» — παντρεύομαι
ιη) «συνάπτω μῡθον» — αφηγούμαι, λέω
ιθ) «συνάπτω ὅρκους» — ορκίζομαι αμοιβαία
κ) «συνάπτω εἰς χορεύματα» — παίρνω μέρος σε χορό
κα) «συνάπτω χειρὶ χεῖρα»
(για χορευτές) πιάνομαι χέρι με χέρι
κβ) «συνάπτω εἰς χεῖρα γῇ» — πλησιάζω στην ξηρά
κγ) «συνάπτω εἰς τὸν καιρόν» — έρχομαι ή φθάνω εγκαίρως
κδ) «συνάπτω τοῖς ἄκροις» — φθάνω στα άκρα
κε) «συνάπτω εἴς τι [ή πρός τι]» — φθάνω σε κάτι
κστ) «τύχα μοι ξυνάπτει ποδὸς ἅλματι»
(στην ποίηση) η τύχη οδηγεί το πήδημα του ποδιού μου
κζ) «συνάπτεται νεῖκος πρός τινας» — διεξάγεται πόλεμος με κάποιους
κη) «συνάπτομαι κῆδος τῆς θυγατρός» — παντρεύω την κόρη μου
κθ) «συνάπτομαι ἔκ τινος» — αποτελούμαι από κάτι
λ) «ἀναλογία συνημμένη» — συνεχής αναλογία
λα) «συνημμένα τετράχορδα»
μουσ. εναρμονισμένα τετράχορδα
λβ) «συνημμένον ἀξίωμα» ή, απλώς, «τὸ συνημμένον» — υποθετικός συλλογισμός στον οποίο, όταν τεθεί η υπόθεση, ακολουθεί κατ' ανάγκην το συμπέρασμα
λγ) «συνάπτω λόγοισιν [ή εἰς λόγους]» — συνομιλώ
11. παροιμ. φρ. «λίνον λίνῳ συνάπτω» — συνδέω κλωστή με κλωστή, δηλαδή παραβάλλω όμοια πράγματα.
Greek Monotonic
συνάπτω: μέλ. -άψω,
Α. I. 1. συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω, ενώνω, εφάπτω· συνάπτω χέρα, σε ένδειξη φιλίας, σε Ευρ.· ἰδού, σύναψον (ενν. τὴν χέρα), στον ίδ.· αλλά, συνάπτω χεῖρά τινος ἐν βρόχοις, δένω σφιχτά τα χέρια του με δεσμά, στον ίδ.· συνάπτω πόδας ή ἴχνος τινί, συναντώ κάποιον, σε Ευρ.· συνάπτω κῶλον τάφῳ, προσεγγίζω τον τάφο, στον ίδ.· ομοίως, φόνοςσυνάπτει τινὰ γᾷ, στον ίδ.· ξυνάπτω βλέφαρα, κλείνω σφιχτά τα μάτια, στον ίδ.· συνάπτω στόμα, φιλώ κάποιον, σε Ευρ.· συνάπτω κακὰ κακοῖς, ενώνω τη δυστυχία με τη δυστυχία, στον ίδ.· αλλά, συνάπτω κακόν τινι, τον δένω με τη δυστυχία, τον φέρνω σε επαφή μαζί της, στον ίδ.· συνάπτω τινὶ δαῖτα, παραθέτω σε κάποιον γεύμα, στον ίδ.· παροιμ., συνάπτω λίνονλίνῳ, συνδέω κλωστή με κλωστή, δηλ. συγκρίνω ομοειδή πράγματα, σε Πλάτ.
2. συνδέω στη σκέψη μου, συνδυάζω, συσχετίζω, στον ίδ.· συνάπτω μηχανήν, καταστρώνω σχέδιο, σε Αισχύλ.· συνάπτω ὄναρ εἴς τινα, συνδέω ένα όνειρο με κάποιον, το συσχετίζω μ' αυτόν, σε Ευρ.· ξυνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην, τους περιέπλεξε σε ζημία, σε απώλεια, στον ίδ.
II. 1. με εχθρική σημασία, συνάπτω εἰς μάχην, οδηγώ σε συμπλοκή, σε Ηρόδ.· ἐλπὶς πόλεις ξυνῆψε, ενέπλεξε τις πόλεις σε σύγκρουση, σε Ευρ.
2. συνάπτω μάχην, συμπλέκομαι σε μάχη, σε Ηρόδ.· τινί, με κάποιον, σε Αισχύλ.· πρός τινα, σε Θουκ.· επίσης (χωρίς το μάχην), συμπλέκομαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., νεῖκος συνῆπταί τινιπρός τινα, σε Ηρόδ.
III. 1. με φιλική σημασία, συνδέω, συνενώνω, σε Ξεν. — Παθ., συνάπτεσθαί τινι, σχετίζομαι, συναναστρέφομαι κάποιον, σε Ανθ.
2. με αιτ. πράγμ., συνάπτω μῦθον, ὅρκους, σε Ευρ.· συνάπτω τινὶ γάμους, λέκτρα, κῆδος, σχετίζομαι με κάποιον μέσω γάμου, στον ίδ.· ξυνάπτεσθαί κῆδος τῆς θυγατρός, παντρεύω την κόρη μου, σε Θουκ. Β. αμτβ.·
I. 1. με τοπική σημασία, συνορεύω με, γειτνιάζω, βρίσκομαι πολύ κοντά σε, εφάπτομαι, σε Ηρόδ.· Τήνῳ συνάπτει Ἄνδρος, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για χρόνο, εγγίζω, είμαι πλησίον από πλευράς χρόνου, επίκειμαι, σε Πίνδ.· ομοίως λέγεται για γεγονότα, λύπη συνάπτω τινί, σε Ευρ.
3. μεταφ., λέγεται για σκέψεις, συναντώμαι, συμπίπτω, σε Αριστ.· συνδέομαι με, πρόςτι, στον ίδ.
II. 1. λέγεται για πρόσωπα, συνάπτω λόγοισι, συνομιλώ, σε Σοφ.· ομοίως, ἐς λόγους ξυνάπτω τινί, σε Ευρ.· επίσης, συνάπτω εἰς χορεύματα, παίρνω μέρος στον χορό, χορεύω μαζί με, στον ίδ.· συνάπτω ἐς χεῖρα γῇ, δηλ. προσεγγίζω, αγγίζω τη γη, στον ίδ.
2. τύχα ποδὸς ξυνάπτει μοι, δηλ. έχω έλθει στην κατάλληλη στιγμή, στον ίδ. Γ. 1. Μέσ., βρίσκομαι κοντά σε, συνδέομαι με, τινι, σε Ξεν.
2. μετέχω από κοινού με κάποιον, βοηθώ, τινι, σε Ευρ.· απόλ., σε Αισχύλ.
3. επιφέρω στον εαυτό μου, πληγάς, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. -άψω
I. to tie or bind together, to join together, unite, ς. χέρα, in sign of friendship, Eur.; ἰδού, ξύναψον (sc. τὴν χέρἀ Eur.; but, ς. χεῖρά τινος ἐν βρόχοις to bind it fast, Eur.:— ς. πόδα or ἴχνος τινί to meet him, Eur.; ς. κῶλον τάφῳ to approach the grave, Eur.; so, φόνος ς. τινὰ γᾷ Eur.:— ξυνάπτω βλέφαρα to close the eyes, Eur.; ς. στόμα to kiss one, Eur.:— ς. κακὰ κακοῖς to link misery with misery, Eur.; but, ς. κακόν τινι to link him with misery, Eur.: ς. τινὶ δαῖτα to give one a meal, Eur.: proverb., ς. λίνον λίνῳ to join thread to thread, i. e. to compare things of the same sort, Plat.
2. to connect in thought, to combine, Plat.: ς. μηχανήν to frame a plan, Aesch.; ς. ὄναρ εἴς τινα to connect it with him, refer it to him, Eur.; ξυνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην involved them in one loss, Eur.
II. in hostile sense, ς. εἰς μάχην to bring into action, Hdt.; ἐλπὶς πόλεις ξυνῆψε engaged them in conflict, Eur.
2. ς. μάχην to join battle, Hdt.; τινί with one, Aesch.; πρός τινα Thuc.: also (without μάχην) to engage, Hdt., Ar.:—Pass., νεῖκος συνῆπταί τινι πρός τινα Hdt.
III. in friendly sense, to unite, Xen.: —Pass., συνάπτεσθαί τινι to have intercourse with, Anth.
2. c. acc. rei, ς. μῦθον, ὅρκους Eur.; ς.τινὶ γάμους, λέκτρα, κῆδος to form an alliance by marriage, Eur.: ξυνάπτεσθαι κῆδος τῆς θυγατρός to get one's daughter married, Thuc.
B. intr.:
I. in local sense, to border on, lie next to, Hdt.; Τήνῳ συνάπτει Ἄνδρος Aesch.
2. of time, to be nigh at hand, Pind.; so of events, λύπη ς. τινί Eur.
3. metaph. of thoughts, to meet together, Arist.:— to be connected with, πρός τι Arist.
II. of persons, ς. λόγοισι to enter into conversation, Soph.; so, ἐς λόγους ξυνάπτω τινί Eur.; also, ς. εἰς χορεύματα to join in the dance, Eur.; ς. ἐς χεῖρα γῇ, i. e. to come close to land, Eur.
2. τύχα ποδὸς ξυνάπτει μοι, i. e. I have come in good time, Eur.
C. Mid. to be next to, connected with, τινι Xen.
2. to take part with one, to assist, τινι Eur.; absol., Aesch.
3. to bring upon oneself, πληγάς Dem.
Lexicon Thucydideum
conflare, to blow together, kindle, 6.13.2,
MED. coniungere, to join together, 2.29.3.